κεραμοπώλης

κεραμοπώλης
ο (Α κεραμοπώλης)
ο πωλητής ειδών κεραμικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + -πώλης (< πωλώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κεραμοπώλης — ο ο πωλητής κεραμιδιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεραμοπῶλαι — κεραμοπώλης seller of pottery masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… …   Dictionary of Greek

  • κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… …   Dictionary of Greek

  • κεραμοπωλείο — το (ΑΜ κεραμοπωλεῑον) [κεραμοπώλης] κατάστημα πώλησης κεραμιδιών ή, γενικά, ειδών κεραμικής …   Dictionary of Greek

  • κεραμοπωλώ — κεραμοπωλῶ, έω (Α) [κεραμοπώλης] πωλώ πήλινα σκεύη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”